ἀτυφία

ἄτυφος

ἀτύφως
ἄ·τυφος, ος, ον [] sans orgueil, modeste, Plat. Phædr. 230a ; Plut. Luc. etc. ||
Cp. -ότερος, Plut. Alex. 45 ; sup. -ότατος, DL. 4, 42.
Étym. ἀ, τῦφος.