αὔγιον

αὐγοειδής

αὔγουρ
αὐγο·ειδής, ής, ές, brillant, Plut. M. 565c ||
Cp. -έστερος, Phil. 2, 406, etc.
Sup. -έστατος, Phil. 1, 504, etc.
Étym. αὐγή, εἶδος.