αὐλιστέον

αὐλιστήριον

αὐλιστρίς
αὐλιστήριον, ου (τὸ)
1 étable, parc pour les troupeaux, Herm. (Stob. Ecl. 7, 1074) ||
2 c. αὐλισμός, Aqu. Esai. 10, 29.
Étym. αὐλίζομαι.