ἀϋλότης

αὐλοτρύπης

αὐλῳδία
αὐλο·τρύπης, ου () [] ouvrier qui perce les flûtes, Stratt. (Ath. 592d) ; Arstt. Probl. 18, 23.
Étym. αὐλός, τρυπάω.