αὐλωνοειδής

αὐλωπίας

αὐλῶπις
αὐλ·ωπίας, ου () poisson de mer inconnu, Hénioch. (Ath. 271a) ; Arstt. H.A. 6, 17, 7 ; El. N.A. 13, 17.
Étym. αὐλός, ὤψ ; cf. αὐλωπός.