αὐόκωλος

αὐονή

αὖος
αὐονή, dor. αὐονά, ᾶς () sécheresse, Eschl. Eum. 332, 345.
Étym. αὖος.
αὐονή, ῆς () cri, Sim. am. fr. 7, 20 (αὔω 2).