αὐτάγγελτος

αὐτάγητος

αὐταγρεσία
αὐτ·άγητος, ος, ον [] qui s’admire soi-même, suffisant, présomptueux, Anacr. 112 ; Ion (Hsch.).
Étym. αὐτός, ἄγαμαι.