Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αὐθαιρέτως
αὐθέδραστος
αὐθέκαστος
αὐθ·έδραστος,
ος, ον,
qui subsiste par soi-même,
Rhét.
3, 476 W.
Étym.
αὐτός, ἑδράζω
.