αὐτοχορήγητος

αὐτοχόωνος

αὐτόχρημα
αὐτο·χόωνος, ος, ον, qui sort de la fonte même, c. à d. brut, non poli Il. 23, 826.
Étym. épq. p. *αὐτοχόανος, *αὐτόχωνος, de αὐτός, χοάνη.