αὐτόδηλος

αὐτοδιακονία

αὐτοδιάκονος
αὐτοδιακονία, ας () [ᾱκ] action de se servir soi-même, Chrysipp. (Ath. 18b) ; Télès (Stob. Fl. 108, 82).
Étym. αὐτοδιάκονος.