Αὐτόδικος

αὐτόδιον

αὐτοδιπλάσιος
αὐτόδιον, adv. sur-le-champ, Od. 8, 449.
Étym. αὐτός, -διος ; cf. μαψίδιος, de μάψ ; μινυνθάδιος, de μίνυνθα.