Αὐτοκάνη

αὐτοκασιγνήτη

αὐτοκασίγνητος
αὐτο·κασιγνήτη, ης () [] propre sœur, Od. 10, 137 ; Hh. 27, 3 ; Eur. Ph. 136.
Étym. fém. du suiv.