Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αὐτοκασίγνητος
αὐτοκατάκριτος
αὐτοκατάρα
αὐτο·κατάκριτος,
ος, ον
[
ῐ
] qui se condamne soi-même,
NT.
Tit.
3, 11
.
Étym.
αὐ. κατακρίνω
.