Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αὐτοκελεύστως
αὐτοκελής
αὐτοκέραστος
αὐτο·κελής,
ής, ές,
c.
αὐτοκέλευστος,
Hdt.
9, 5
.
Étym.
αὐ. κέλομαι
.