Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αὐτοκρατορεύω
αὐτοκρατορία
αὐτοκρατορικός
αὐτοκρατορία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰτ
] pouvoir absolu, souveraineté,
DC.
67, 12
.