αὐτοκτονέω-ῶ

αὐτόκτονος

αὐτοκτόνος
αὐτό·κτονος, ος, ον, tué lui-même (en tuant un autre) : θάνατος αὐτ. Eschl. Sept. 681, meurtre mutuel.
Étym. αὐ. κτεῖνω.