αὐτοκτόνος

αὐτοκτόνως

αὐτοκυϐερνήτης
αὐτοκτόνως, adv.
1 en tuant de sa main, Eschl. Ag. 1635 ||
2 en s’entr’égorgeant, Eschl. Sept. 734.
Étym. αὐτοκτόνος.