αὐτόκυκλος

αὐτοκύλιστος

αὐτοκύριος
αὐτο·κύλιστος, ος, ον [] qui se déroule ou se meut de soi-même, Opp. H. 2, 604 ; Nonn. D. 2, 434.
Étym. αὐ. κυλίω.