αὐτομάθεια

αὐτομαθής

αὐτομαθία
αὐτο·μαθής, ής, ές [μᾰ] qui s’est instruit par lui-même, Plut. M. 992a ; τινος, Anth. 6, 218, en qqe ch.
Étym. αὐ. μανθάνω.