αὐτοπάθεια

αὐτοπαθής

αὐτοπαθητικός
αὐτο·παθής, ής, ές [] t. de gr. réfléchi ou intransitif, p. opp. à ἀλλοπαθής ou à μεταϐατικός, Dysc. Pron. 56a.
Étym. αὐ. πάθος.