αὐτοφίλαυτος

αὐτόφλοιος

αὐτοφόνος
αὐτό·φλοιος, ος, ον [‼φλ] avec l’écorce même, revêtu de l’écorce, Thcr. Idyl. 25, 208 ; Anth. 6, 99.
Étym. αὐ. φλοιός.