αὐτοποδία

αὐτοποιητικός

αὐτοποίητος
αὐτοποιητικός, ή, όν, qui produit de véritables choses, des réalités, p. opp. à εἰδωλοποιϊκός, Plat. Soph. 266a.
Étym. αὐτοποίητος.