αὐτοσχεδιασμός

αὐτοσχεδιαστής

αὐτοσχεδιαστικός
αὐτο·σχεδιαστής, οῦ () qui s’occupe de qqe ch. sans y être préparé, p. opp. à τεχνίτης, Xén. Lac. 13, 5.