αὐτοθερμότης

αὐτόθηκτος

αὐτοθήριον
αὐτό·θηκτος, seul. dor. αὐτόθακτος, ος, ον, aiguisé de soi-même, Eschl. fr. 371.
Étym. αὐ. θήγω.