ἀξιαγάπητος

ἀξιάγαστος

ἀξιάκουστος
ἀξι·άγαστος, ος, ον [ᾰγ] digne d’être admiré, Xén. Lac. 10, 2.
Étym. ἄ. ἄγαμαι.