Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀξιάκουστος
ἀξιακρόατος
ἀξιαπήνητος
ἀξι·ακρόατος,
ος, ον
[
ᾱτ
] (
seul.
sup.
-ότατος
) digne d’être écouté,
Xén.
Lac.
4, 2
.
Étym.
ἄ. ἀκροάομαι
.