ἀξιόμισος

ἀξιομνημόνευτος

ἀξιόμορφος
ἀξιο·μνημόνευτος, ος, ον, mémorable, Xén. Hell. 4, 8, 1 ; Plat. Prot. 343a, etc.
Étym. ἄ. μνημονεύω.