ἀξιοτίμητος

ἀξιότιμος

ἀξιοφίλητος
ἀξιό·τιμος, ος, ον [τῑ] digne d’honneur, N. Dam. 88 ||
Cp. -ότερος, Xén. Ep. 2, 3 ; sup. -ότατος, App. Civ. 3, 19.
Étym. ἄ. τιμή.