ἄζηλος

ἀζηλοτύπητος

ἀζηλότυπος
ἀ·ζηλοτύπητος, ος, ον [] qui n’excite pas la jalousie, Cic. Att. 13, 19 ; Plut. M. 787d.
Étym. ἀ, ζηλοτυπέω.