ἄησις

ἀήσσητος

ἀήσυλος
ἀ·ήσσητος, att. ἀ·ήττητος, ος, ον :
1 non vaincu, Thc. 6, 70 ; Dém. 309, 17, etc. ||
2 invincible, Plat. Rsp. 375b.
Étym. ἀ, ἡσσάομαι.