ἀητόρροος-ους

ἄητος

ἀητός
ἄητος, ος, ον, impétueux, terrible, Il. 21, 395.
Étym. p.-ê. pré-grec ; cf. αἴητος.
ἄητος, ος, ον, c. ἄατος, Nic. Th. 784.