βαλαντίδιον

βαλαντιητόμος

βαλάντιον
βαλαντιη·τόμος, ου () [βᾰ] coupeur de bourses, coupe-bourses, Ar. Ran. 772 (var. βαλαντιοτόμος, ou βαλλαντιοτόμος).
Étym. βαλάντιον, τέμνω.