βάρϐιτος

βαρϐιτῳδός

βαρϐός
βαρϐιτ·ῳδός, οῦ (ὁ, ἡ) [] joueur ou joueuse de luth, Luc. Lex. 14.
Étym. βάρϐιτος, ᾠδή.