βᾶρος

βαρουλκός

βαρόω-ῶ
βαρουλκός, οῦ () s. e. μηχανή, treuil pour tirer ou soulever des fardeaux, Héron.
Étym. contract. de *βαρεολκός, du rad. βαρεσ- de βάρος, et ἕλκω ; cf. βαρυολκός.