βαρυδότειρα

βαρύδουπος

βαρυεγκέφαλος
βαρύ·δουπος, ος, ον [ᾰῠ] c. βαρύγδουπος, Nonn. D. 5, 387 ; 47, 25 ; Mosch. 2, 116.