βαρύκοτος

βαρύκρανος

βαρυκτυπής
βαρύ·κρανος, ος, ον [ᾰ‽ᾱ] qui a la tête lourde, Naz. 2, 241.
Étym. β. *κρᾶνον, cf. κάρηνον.