βαρύμισθος

βαρύμοχθος

βάρυνθεν
βαρύ·μοχθος, ος, ον [ᾰῠ] accablé de fatigue, Soph. O.C. 1231 ; Anth. 10, 97, etc. ; Nonn. D. 5, 469.
Étym. β. μόχθος.