βαρυμηνιάω-ῶ

βαρυμήνιος

βαρύμηνις
βαρυ·μήνιος, seul. dor. βαρυμάνιος, ος, ον [ᾰῠᾱ] c. le suiv. Thcr. Idyl. 15, 138.