βαρύπνοος

βαρύποτμος

βαρύπους
βαρύ·ποτμος, ος, ον [ᾰῠ]
1 au sort pénible, infortuné, Soph. Ph. 1096 ||
2 en parl. de choses, pénible, Soph. O.C. 1449 ||
Cp. βαρυποτμότερος, Plut. M. 474f.
Sup. βαρυποτμότατος, Plut. M. 989e ; ou βαρυποτμώτατος, Eur. Ph. 1345.
Étym. β. πότμος.