βαρυσκίπων

βαρυσμάραγος

βαρύσπλαγχνος
βαρυ·σμάραγος, ος, ον [ᾰᾰᾰ] au bruit sourd ou retentissant, Nonn. D. 1, 156, etc. ; Anth. 3, 149.