βαρυστόνως

βαρυσύμφορος

βαρυσφάραγος
βαρυ·σύμφορος, ος, ον [] (seul. sup. -ώτατος) infortuné, malheureux, Hdt. 1, 45 ; DC. 78, 41, etc.
Étym. β. συμφορά.