βάς

βασαναστραγάλα

βασανηδόν
βασαν·αστραγάλα () [ᾰᾰνᾰγᾰλ] qui torture les articulations, ép. de la goutte, Luc. Trag. 190.
Étym. βάσανος, ἀστράγαλος.