βασανιστήριος

βασανιστής

βασανίστρια
βασανιστής, οῦ () [ᾰᾰ] qui met à la question, bourreau, Ant. 112, 19 ; Dém. 978, 11 ; Plut. M. 498d, etc.
Étym. βασανίζω.