Βασκάνου τάφος

βασκαντικός

βασκάνως
βασκαντικός, ή, όν, qui jette un sort, envieux, méchant, Plut. M. 682d ; Philod. De sup. 25 ; joint à φθοροποιός, E. Byz. vo Θίϐα.
Étym. βασκαίνω.