Βάσσος

βάσταγμα

βασταγμός
βάσταγμα, ατος (τὸ) charge, fardeau, Eur. Suppl. 767 ; Jos. A.J. 6, 9, 1 ; fig. Plut. M. 59b ; Jos. A.J. 9, 19, 2.
Étym. βαστάζω.