Βαθεῖα

βαθέως

βᾶθι
βαθέως [] adv. profondément, Thcr. Idyl. 8, 66 ; Plut. Cato mi. 27 ; etc. ||
Sup. βαθύτατα, El. V.H. 2, 36.
Étym. βαθύς.