Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρρηνος
βαθυ·ρρείων,
ων, ον,
gén.
οντος
[
ᾰ
]
c. le préc.
A. Rh.
2, 659, 795
.
Étym.
β. ῥείων
.