βαθυρριζία

βαθύρριζος

βαθύρροος-ους
βαθύ·ρριζος, ος, ον [] aux racines profondes, Soph. Tr. 1195 ; A. Rh. 1, 1199 ; Q. Sm. 4, 202 ||
Cp. -ότερος, Th. H.P. 1, 7, 2.
Étym. β. ῥίζα.