βαθύστρωτος

βαθύσχοινος

βαθυτέρμων
βαθύ·σχοινος, ος, ον [] aux joncs épais, aux hautes herbes, Il. 4, 383 ; Hh. 9, 3 ; Nonn. D. 7, 171.
Étym. β. σχοῖνος.