βελουλκικός

βελουλκός

βέλτατος
βελουλκός, ός, όν, qui retire un trait (d’une blessure) ; τὸ βελουλκόν, Cels. 6, 26 ; P. Eg. 6, 88, instrument pour l’extraction des traits.
Étym. βέλος, ἕλκω.